- βρονταλίδα
- η саламандра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρονταλίδα — η πράσινη σαύρα η οποία κατά τη λαϊκή παράδοση βγαίνει όταν βρέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ουσ.) βροντάλα < βροντή*] … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
βροχίδα — (I) η [βροχή] βρονταλίδα. (II) η (Α βροχίς) [βρόχος] βόστρυχος, πλεξίδα, κοτσίδα αρχ. μέτρο μήκους … Dictionary of Greek
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek